πλεοναχῶς
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
French (Bailly abrégé)
adv.
de plus de façons, de plus de manières.
Étymologie: πλεοναχός.
Greek Monotonic
πλεονᾰχῶς: επίρρ., με ποικίλους τρόπους, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πλεονᾰχῶς: многими способами, по-разному Arst., Diog. L.