τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
ao.2 épq. de ἐνίπτω.
ἠνίπᾰπον: (ῐ) (тж. ἐνένι(σ)πον) эп. aor. 2 к ἐνίπτω.