περιαμπίσχω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
German (Pape)
[Seite 568] = Vorigem; λόγους, Eur. Med. 282; καὶ τοῦτό γ' ἐπίτηδές σε περιήμπισχεν, Ar. Equ. 890.
Russian (Dvoretsky)
περιαμπίσχω: Arph. = περιαμπέχω.