ὑποκοριστικόν
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Russian (Dvoretsky)
ὑποκοριστικόν: τό (sc. ὄνομα) грам. уменьшительное или ласкательное имя.