καταπαλτικός
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.