αντιπαραβολή
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
Russian (Dvoretsky)
αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.