ἀκρόθινα
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
German (Pape)
[Seite 83] τά, = -θίνια, Pind. Ol. 11, 59. 2, 4.
Greek Monotonic
ἀκρόθινα: τά = ἀκροθίνια, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόθῑνα: τά Pind. = ἀκροθίνια (см. ἀκροθίνιον).