παραρρηγνύω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
c. παραρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
παραρρηγνύω: (= παραρρήγνυμι 2) воен. прорывать, расстраивать (τὴν δύναμιν Plut.).