ἀγκρεμάννυμι
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκρεμάννυμι: ἄγκρισις, ἀγκροτέω, ἀγκρούομαι· ποιητητικὰ ἀντὶ ἀνακρεμάννυμι κτλ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνακρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκρεμάννυμι: Hom., Anth. = ἀνακρεμάννυμι.