ἀγκρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 15:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκρεμάννυμι: ἄγκρισις, ἀγκροτέω, ἀγκρούομαι· ποιητητικὰ ἀντὶ ἀνακρεμάννυμι κτλ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀνακρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκρεμάννυμι: Hom., Anth. = ἀνακρεμάννυμι.