Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de διέξειμι.
Russian (Dvoretsky)
διεξίμεναι: эп. = διεξιέναι.