παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἐμπολά 1 merchandise τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.67)
ἐμπολά: ἡ дор. = ἐμπολή.