Καττιτερίδες
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
French (Bailly abrégé)
att. c. Κασσιτερίδες.
Russian (Dvoretsky)
Καττῐτερίδες: αἱ атт. = Κασσιτεριδες.