Κερκυραϊκός
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Κερκυραῖος.
Étymologie: Κέρκυρα.
Russian (Dvoretsky)
Κερκῡραϊκός: = Κερκυραῖος I: τὰ Κερκυραϊκά Thuc. керкирские события.