ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
λῇ: λῇς, κτλ.· ἴδε ἐν λ. λάω Β.
v. *λάω.
λῇ: γʹ ενικ. του λάω (Β).
λῇ: 3 л. sing. praes. к λάω II.