Σήστιος
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
-ία, -ον, και ποιητ. τ. θηλ. Σηστιάς, -άδος, Α Σηστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σηστό.
Σήστιος: Σηστός сестский Dem., Plut.
II ὁ Plut. = лат. Sextius.