συμπαῖσδεν
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek (Liddell-Scott)
συμπαῖσδεν: Δωρ. ἀντὶ συμπαίζειν, Θεόκρ. 11. 77.
Russian (Dvoretsky)
συμπαῖσδεν: v. l. συμπαίσδεν дор. inf. к συμπαίζω.