ἐμπειρία
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ἡ, Ion. ἐμπειρίη
A experience, E.Ph.529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπειρία, opp. ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία = want of experience, Ar.Ec.115; δι' ἐμπειρίαν Pl.Prm. 137a; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον Id.R.409b: pl., D. Prooem. 45.
2 c. gen. rei, experience in, acquaintance with, τῶν πραγμάτων Antipho5.1; μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Th.3.95; ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν Pl.R. 582b; also ἐμπειρία περί τι X.HG7.1.4; ἐμπειρία ἡ κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3; ἐμπειρία ἡγεμονική Plb.10.24.4, etc.
II practice, without knowledge of principles, especially in Medicine, empiricism, ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg.857c (hence οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί S.E.M.8.191, Gal.Sect.Intr.1); κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg.720b; οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Id.Grg.463b, cf. 465a, Lg.938a (whereas Plb. opposes ἐμπειρία to ἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος 1.84.6): but also,
2 craft, τοῖς περὶ τὰς ἐμπειρίας γεγυμνασμένοις Isoc.13.14; πραγμάτων ἐμπειρία, including τέχνη and ἐπιστήμη Metrod.61; αἱ ἄλλαι ἐμπειρίαι καὶ τέχναι the other crafts and arts, Arist.Pol.1282a1; αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐμπειρίαι ib.1297b20; also, experiments, πολλαὶ τέχναι ἐκ τῶν ἐμπειριῶν ηὑρημέναι Pl.Grg. 448c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἐμπειρίη Hp.Decent.11, Ep.22
I 1experiencia, saber de la experiencia gener. adquirida con la edad ἡμπειρία ἔχει τι λέξαι τῶν νέων σοφώτερον E.Ph.529, cf. Fr.619.3, ἐμπειρίᾳ por experiencia op. φύσει Lys.2.51, παιδεύεσθαι ... τοὺς νεωτέρους ὑπὸ τῆς τῶν γεραιτέρων ἐμπειρίας X.Lac.5.5, πλῆθος γὰρ χρόνου ποιεῖ τὴν ἐμπειρίαν Arist.EN 1142a16, αἱ ἐμπειρίαι καὶ τὸ πολλ' ἑορακέναι las experiencias y el haber visto mucho dicho de los ancianos, D.Prooem.45, cf. Men.Dysc.29, ἐμπειρία καὶ θέα Pl.R.467a, cf. Plu.2.789d, D.S.1.1
•experiencia vital θεράπευε ... πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα Pittac. en Septem 5.13, ἐμπειρίᾳ δὲ καὶ μνήμῃ καὶ σοφίᾳ καὶ τέχνῃ ... χρώμεθα como algo propio del ser humano, Anaxag.B 21b, adquirida por comunidades, Th.2.85, ἐξ ἐμπειρίας τὰ βέλτιστα τῇ πόλει συμβουλεύειν Aeschin.3.2, cf. Str.5.1.5, Paus.9.13.9, D.Chr.32.60, ref. viejo caballo de carreras ὑφ' ἅρματι μέλλοντι ἀγωνιεῖσθαι καὶ δι' ἐμπειρίαν τρέμοντι τὸ μέλλον Pl.Prm.137.
2 experiencia, conocimiento práctico especializado, gener. c. gen. obj. o giro prep.:
a) en cont. militar κατὰ τὸν πόλεμον ἐμπειρία Th.6.72, cf. Isoc.6.48, D.C.36.28.1, ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ἐμπειρία SEG 22.110.19 (Atenas I a.C.)
•del terreno o la topografía μάχης τε ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων καὶ χωρίων por su experiencia en el modo de combatir y el territorio de aquellos Th.3.95, cf. 7.44, κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3, cf. Plb.14.3.7
•de la marina τῆς θαλάσσης Th.7.21, cf. 1.142, 4.10, τῶν πλόων X.Ath.1.20
•dicho de armas y cuerpos especiales ἐν τῷ πεζῷ Th.2.89, cf. 4.33, ἵππων δυνάμεως X.Eq.Mag.5.4, διὰ τόξων Hdn.4.10.3, unido a otros conocimientos y cualidades αἱ περὶ τῶν τοιοῦτων ἐμπειρίαι καὶ τάξεις τοῖς ἀρχαίοις οὐχ ὑπῆρχον los antiguos carecían de conocimientos técnicos y tácticas en relación con eso (la caballería o la infantería pesada), Arist.Pol.1297b20, ἐμπειρία καὶ τόλμα op. ἀνεπιστημοσύνη καὶ μαλακία Th.5.7, cf. Arist.Pol.1309b5, equiparable y aun superior a la ἀνδρεία Arist.EN 1116b3, ἡγεμονική ἐμπειρία Plb.10.24.4, cf. D.C.25.3, op. ἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος Plb.1.84.6, cf. I.BI 1.305;
b) ref. la oratoria D.18.277, Antipho 5.1, Isoc.15.296, ἀ[μφὶ] τὸ ῥητορεύειν Phld.Herc.1692.3.9, τοῦ λέγειν ... καὶ τοῦ ἀκούειν Arr.Epict.2.24.5, como algo que se aprende y se ejercita ἡ μὴ 'μπειρία la falta de experiencia de las mujeres para expresarse en la asamblea, Ar.Ec.115, τὸ περὶ τὴν ἐμπειρίαν γυμνάσιον Isoc.15.188;
c) ref. asuntos legales y de estado οἰ μὲν τοίνυν κατ' ἐνιαυτὸν εἰς τὰς ἀρχὰς εἰσιόντες ... ἰδιῶται γίγνονται πρὶν ... λαβεῖν ἐμπειρίαν αὐτῶν los que cada año acceden a los cargos, vuelven a ser ciudadanos particulares antes de haber adquirido experiencia de ellos (los asuntos de la ciudad), Isoc.3.17, ἐμπειρίαν ἔχοντες τοῦ νόμου que tenían conocimiento y práctica de la ley mosaica, Aristeas 39, τῶν πραγμάτων Hdn.1.1.6, cf. Phld.Rh.2.141Aur., Hermog.Id.1 (p.213), A.Al.7.148, en inscr. honoríf. ἐνπειρίας νόμων ... ἕνεκα por su jurispericia, SEG 45.1676 (Estratonicea III d.C.);
d) ref. el ejercicio de τέχναι experiencia, oficio, pericia de la medicina προδιαστέλλεσθαι οὖν χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης hay que explicar de antemano gracias a la experiencia lo que va a suceder Hp.Decent.11, en inscr. honoríf. ἁ κατὰ τὰν ἰατρικὰν τέχναν ἐμπειρία SEG 41.680.27 (Cos II a.C.), πολλοὺς τῶν πολιτῶν ... τῇ αὑτοῦ ἐμπειρίᾳ τε καὶ ἐπιμελείᾳ θερα[πε] ύσας IG 12(6).12.14 (Samos II a.C.), de la geometría ἐμπειρία γραμμῶν Ath.Mech.7.8, de la gramática y escritura γραμματικὴ ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων D.T.629.2, γραμματικὴν ἐμπειρίαν ἀναλαβών I.AI 20.263.
II op. al ‘saber’ de un aprendizaje intelectual, esp. en fil. y cien.
1 saber empírico, empirismo
a) sent. neg., considerado insuficiente o inútil para la adquisición de ciencia y τέχνη, esp. por Platón (ὀψοποιική) οὐκ ἔστιν τέχνη ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Pl.Grg.463b, cf. Phlb.55e, ἐμπειρία οἰκεία op. ἐπιστήμη Pl.R.409b, de ciertos médicos κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι Pl.Lg.720b, τις ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg.857c, προστάξας δ' αὐτῷ τὰ δόξαντα ἐξ ἐμπειρίας Pl.Lg.720c, αἱ ἅλλαι ἐμπειρίαι καὶ τέχναι Arist.Pol.1282a1, cf. Plu.2.263a, ἐκ τῶν πράξεων ἐμπειρία ... σφαλερά D.61.43;
b) sent. posit. conocimiento empírico equiv. ἐπιστήμη o ‘ciencia’ πολεμικὴ ἐμπειρία Th.1.121, cf. 6.18, necesario para la adquisición de τέχναι: πολλαὶ τέχναι ... εἰσὶν ἐκ τῶν ἐμπειριῶν ἐμπείρως ηὑρημέναι Pl.Grg.448c, cf. Arist.Metaph.981a4, op. pero compatible con la reflexión teórica ἐμπειρίᾳ μέτιθι καὶ φιλοσοφίᾳ Isoc.2.35, dif. de ἐπιστήμη junto con τέχναι por su carácter puramente utilitario, Plb.3.4.10, ἀπ' ἰδίας ἐμπειρίας, οὐκ ἀπὸ φιλοσοφίας γίνεσθαι συμβαίνει ref. al Económico de Jenofonte, Phld.Oec.7.31, οἱ δὲ χρησιμωτέρας τὰς τῶν αἰσθητῶν ἐμπειρίας ἀποφαίνονται τῶν ἐν αὐτῇ καθόλου θεωρουμένων otros declaran que las ciencias empíricas basadas en los objetos sensibles son más útiles que los teoremas generales contenidos en ella e.d. la geometría, Procl.in Euc.p.25.19;
c) propio del sabio estoico conocimiento, sabiduría empíricos de lo que es φύσει equiv. a excelencia moral ἴσον ἐστὶ τὸ κατ' ἀρετὴν ζῆν τῷ κατ' ἐμπειρίαν τῶν φύσει συμβαινόντων ζῆν Chrysipp.Stoic.3.3.28, cf. Zeno Stoic.1.52.31, ἀλή[θ] εια καὶ ἡ [περὶ τῶ] ν πραγμάτων ... ἐμπειρία Diog.Bab.Stoic.3.237.8.
2 empirismo, como información, adquisición o recogida de datos, método empírico como punto de partida de la ciencia ἐκ δὲ ἐμπειρίας ... τέχνης ἀρχὴ καὶ ἐπιστήμης Arist.APo.100a6, cf. Chrysipp.Stoic.2.28.18, ilustrado con la astronomía λέγω τὴν ἀστρολογικὴν μὲν ἐμπειρίαν (τὰς ἀρχὰς παραδοῦναι) τῆς ἀστρολογικῆς ἐπιστήμης Arist.APr.46a19, D.S.19.55, Vett.Val.54.6
•sistemático, como resultado de investigación τὴν ἐμπειρίαν προσλαβὼν χώρας καὶ τόπου διὰ τῆς ἱστορίας adquiriendo la información empíricamente mediante la investigación de campo en botánica, Thphr.CP 2.13.5, de la sofística οὐδ' εἶναι τῆς ῥητορικῆς ἴδιον, τὴν δ' ἐμπειρίαν τὴν ἐν τοῖς πράγμασιν μεθοδικὴν (dicen) que no es nada propio de la retórica sino un saber empírico metódico relativo a las cuestiones prácticas Phld.Rh.2.53.4Aur.
•esp. ref. la escuela médica empírica οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί S.E.M.8.191, cf. P.1.236, Gal.1.65, que busca εὕρεσις el ‘descubrimiento’ op. λόγος Gal.10.163, basada en la observación personal, la investigación y el paso a la analogía, Theodas en Gal.Subf.Emp.39.9, ἡ ἐμπειρία οὐδὲν διαφέρει τῆς αὐτοψίας Gal.Subf.Emp.39.10, ἐ ... ἡ τοῦ φανέντος τήρησις el empirismo es ... la observación del fenómeno, Gal.Subf.Emp.39.13, unida a μνήμη Gal.Subf.Emp.41.1, que permite conocer τὴν δύναμιν ἑκάστου τῶν φαρμάκων ἐξ ἐμπειρίας Gal.11.482.
3 como elemento de juicio prueba de la experiencia, criterio empíríco permite a los versados en una τέχνη resolver ambigüedades, S.E.P.2.256, 258, κρίνεσθαι πᾶν ἢ φρονήσει ἢ λόγῳ ἢ ἐμπειρίᾳ Procl.in R.2.82, cf. 83.
III medic. ciencia experimental, experimentación τριβικὴ ἐμπειρία Gal.Subf.Emp.40.5, cf. 37.5.
German (Pape)
[Seite 811] ἡ, Erfahrung; γεραιτέρων Xen. Lac. 5, 5; Eur. Phoen. 529 u. A.; Kenntniß, die sich auf Erfahrung gründet, bes. im Gegensatz der Theorie u. wissenschaftlichen Einsicht, z. B. von der Redekunst, οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Plat. Gorg. 463 b; vgl. Phaedr. 270 b; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρίᾳ οἰκείᾳ κεχρημένον Rep. III, 409 b, wie IV, 422 c; ἡ περὶ τὰ τοιαῦτ' ἐμπ. καὶ σκέψις γεγονυῖά μοι Legg. XII, 968 b; auch vom Arzt, τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου (empirisch, nicht rationell) τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζόντων IX, 857 c; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., im Gegensatz von ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Thuc. 2, 85; Pol. setzt μεθοδικὴ ἐμπ. der ἀπειρία καὶ ἄλογος τριβή entgegen, 1, 84, 6; so auch bei Anderen »Kenntniß«, im plur. Isocr. 3, 18; ἔκ τινος γενόμεναι 4, 174; τῶν πραγμάτων, τοῦ πολεμεῖν, Antiph. 5, 1 Dem. 1, 28; ἡγεμονική, des Feldherrn, Pol. 10, 22, 4; ναυτική Plut. Pericl. 11; ἡ διὰ τόξων ἐμπ. Hdn. 4, 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 expérience;
2 expérience, science acquise par l'expérience ou sagesse acquise par l'expérience.
Étymologie: ἔμπειρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπειρία: ἡ тж. pl.
1 опыт, основанное на опыте знание, опытность (τινός Thuc., Plat., Dem., περί τι Xen., Plat., περί τινος Arst. и κατά τι Thuc.): ἐκ ἐμπειρίας или ἐξ ἐμπειρίας Thuc., Arst. и (τῇ) ἐμπειρίᾳ Thuc., Plut. на основании опыта, по опыту; αἱ ἔκ τινος γεγενημέναι ἐμπειρίαι Isocr. приобретенный благодаря чему-л. опыт;
2 голая практика, рутина: ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειρίζειν Plat. заниматься врачеванием чисто практически, не научно; μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ, ἀλλὰ τέχνῃ Plat. не одной практической рутиной, а как требует искусство; οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί Sext. = οἱ ἐμπειρικοί;
3 ремесло (αἱ ἐμπειρίαι καὶ τέχναι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐκ τῆς πείρας γνῶσις, ἀντίθετον τῷ ἀπειρία, Εὐρ. Φοίν. 529, Θουκ. 4. 10., 5. 7, κτλ.· ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἡ δι’ ὀλίγου μελέτη, ὁ αὐτ. 2. 85· ἡ μὴ ’μπειρία, ἔλλειψις πείρας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 115· δι’ ἐμπειρίαν Πλάτ. Παρμ. 137Α. 2) μετὰ γεν. πράγματος, πεῖρα ἔν τινι πράγματι, γνῶσις, τῶν πραγμάτων Ἀντιφῶν 129. 26· μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Θουκ. 3. 95· τῶν ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 582Β, κτλ.· ὡαύτως, ἐμπ. περί τι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 4· ἐμπ. κατὰ πόλιν Θουκ. 2. 3· ἐμπ. ἡγεμονικὴ Πολύβ. 10. 22, 4, κτλ. ΙΙ. ἁπλῶς πεῖρα ἢ ἄσκησις πρακτική, «πρᾶξις», ἄνευ ἐπιστημονικῆς γνώσεως, μάλιστα ἐν τῇ ἰατρικῇ (πρβλ. ἐμπειρικός), ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Πλάτ. Νόμ. 857C, πρβλ. 938Α· κατ’ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι, ἐμπειρικῶς, πρακτικῶς, αὐτόθι 720Β· οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ’ ἐμπ. καὶ τριβὴ ὁ αὐτ. Γοργ. 463Β, πρβλ. 465Α· ἐπιστήμῃ οὐκ ἐμπειρίᾳ... χρώμενον ὁ αὐτ. Πολ. 409Β· ἐνῷ ὁ Πολύβ. θέτει τὴν μεθοδικὴν ἐμπειρίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπειρίαν καὶ ἄλογον τριβήν, 1. 84, 6): - τὸν πληθ. μετεχειρίσθη ὁ Πλάτων (ἴδε ἀνωτ.), Ἰσοκρ. 294 Α, Δημ. κλ.· αἱ ἄλλαι ἐμπ. καὶ τέχναι, τὰ ἄλλα (πρακτικὰ) ἐπιτηδεύματα καὶ αἱ τέχναι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10· αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐμπ. αὐτόθι 4. 13, 10.
Greek Monolingual
η (AM ἐμπειρία)
1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία του θέματος ή επί του θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων»)
2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την άγνοια) («αναλαμβάνει τη θέση χωρίς να έχει καμιά εμπειρία», «ἡ ἐκ πολλοῦ εμπειρία... ή δι' ὀλίγου μελέτη», Θουκ.)
3. η πρακτική γνώση χωρίς θεωρητική μόρφωση ή επιστημονική κατάρτιση («στηρίζεται στην εμπειρία του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι», «επιστήμη οὐκ ἐμπειρία χρώμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. η γνώση που αποκτάται με τις αισθήσεις
2. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις
3. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς
4. το σύνολο τών γνώσεων που συγκεντρώνει το άτομο στη διάρκεια της ζωής του ή όλη η ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία.
Greek Monotonic
ἐμπειρία: ἡ,
1. εμπειρία, πείρα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., εμπειρία, γνωριμία, γνώση κάποιου αντικειμένου, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, ἐμπ. περί τι, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐμπειρία, ἡ, n
1. experience, Eur., Thuc., etc.
2. c. gen. rei, experience in, acquaintance with, Thuc., etc.; also, ἐμπ. περί τι Xen. [from ἔμπειρος
English (Woodhouse)
experience, acquaintance with, experience in, experience of, familiarity with, knowledge of, skill in
Lexicon Thucydideum
peritia, experientia, skill, experience, 1.121.2, 1.142.5, 2.3.4, 2.85.2, 2.89.2, 3.95.3, 4.10.5, 4.17.5. 4.33.2, 5.7.2, 5.72.2. 6.18.6, 6.72.2, 6.72.3. 7.21.3, 7.44.8, 7.49.2.
Translations
experience
Albanian: përvojë; Arabic: خِبْرَة, تَجْرِبَة; Armenian: փորձառություն; Azerbaijani: təcrübə; Belarusian: вопыт, дослед; Bulgarian: опит; Catalan: experiència; Chinese Mandarin: 經驗, 经验; Czech: zkušenost, zážitek; Danish: oplevelse, erfaring; Dutch: ervaring, belevenis, beleving, ondervinding; Esperanto: sperto; Estonian: kogemus; Finnish: kokemus; French: expérience; Galician: experiencia; Georgian: გამოცდილება; German: Erlebnis, Erfahrung; Greek: εμπειρία; Ancient Greek: δαημοσύνη, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἕξις, ἐπιστήμη, πεῖρα, πειρασμός, πειρατήριον, πρᾶξις; Gujarati: અનુભવ; Hebrew: ניסיון \ נִסָּיוֹן; Hindi: अनुभव, तजरुबा, तजुर्बा; Hungarian: élmény; Icelandic: reynsla; Indonesian: pengalaman; Irish: taithí, eispéireas; Italian: esperienza; Japanese: 経験, 体験; Kazakh: тәжірибе; Korean: 경험(經驗); Kyrgyz: тажрыйба; Lao: ປະສົບການ; Latin: peritia; Latvian: pieredze; Lithuanian: patirtis, patyrimas; Macedonian: искуство; Malay: pengalaman; Malayalam: അനുഭവം; Maori: wheako; Mongolian: туршлага; Norwegian: erfaring; Old English: āfandung; Pashto: تجربه; Persian: تجربه; Polish: doświadczenie; Portuguese: experiência; Romanian: experienta, experiență; Russian: опыт; Serbo-Croatian Cyrillic: искуство; Roman: iskústvo; Slovak: skúsenosť; Slovene: izkušnja; Spanish: experiencia, vivencia; Swedish: upplevelse; Tagalog: karanasan; Tajik: таҷруба; Thai: ประสบการณ์; Turkish: deneyim, tecrübe, eksperyans; Turkmen: tejribe; Ukrainian: досвід; Urdu: تجربہ; Uyghur: تەجرىبە; Uzbek: tajriba; Vietnamese: kinh nghiệm; Zazaki: tecrube
skill
Afrikaans: vaardigheid; Albanian: aftësi; Arabic: مَهَارَة; Armenian: հմտություն, ունակություն; Belarusian: уменне, умельства, майстэрства, навык; Bulgarian: умение, вещина, сръчност; Catalan: habilitat, destresa; Chinese Mandarin: 技巧, 技能, 技術/技术; Czech: schopnost; Danish: færdighed; Dutch: bekwaamheid, vaardigheid; Esperanto: bravuro, lerteco; Estonian: oskus; Faroese: kynstur, kunstur, hegni, fimi; Finnish: taito, kyky; French: habileté, compétence, don, capacité; Galician: habilidade, habelencia, maña, xeito, doén, despexo, chencha, azareña, destrez; German: Fähigkeit, Fertigkeit, Geschicklichkeit, Kunst, Talent, Kompetenz; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα; Ancient Greek: δαημοσύνη, δεινότης, δεξιότης, διανόησις, ἐμπειρία, ἐντρέχεια, ἕξις, ἐπιδεξιότης, ἐπιστήμη, εὐεξία, εὐστοχία, εὐστοχίη, μῆτις, σοφία, σόφισμα, τέχνα, τέχνη, τὸ ἐντρεχές; Hebrew: מְיֻמָּנוּת, כִּשּׁוּרִים; Hindi: कुशलता, कौशल, निपुणता, महारत; Hungarian: ügyesség, hozzáértés; Indonesian: kemampuan, keahlian; Interlingua: habilitate, talento; Italian: abilità, capacità, competenza; Japanese: 腕, 技, 技能, 技巧, 技術, スキル; Korean: 기술, 스킬; Latin: habilitas, peritia, sollertia, potestas, potentia, ars; Latvian: prasme, iemaņas; Lithuanian: įgūdis; Lü: ᦞᦲᧉᦌᦱ; Macedonian: вештина; Malay: kemahiran, skil; Maltese: sengħa; Marathi: कौशल्य; Norman: agenceté; Norwegian Bokmål: dyktighet, evne, ferdighet, talent, dugleik; Nynorsk: dugleik, dyktigheit, evne, ferdigheit, talent; Occitan: abiletat; Old English: cræft; Persian: مهارت, اروین; Polish: umiejętność; Portuguese: habilidade, talento; Romanian: abilitate, pricepere, talent; Russian: умение, навык, мастерство, сноровка, искусство, способность, талант, дар; Serbo-Croatian Cyrillic: вештина, вјештина; Roman: veština, vještina; Slovak: schopnosť; Slovene: spretnost, veščina; Spanish: destreza, habilidad, maña, talento; Swedish: färdighet, skicklighet; Tamil: திறன்; Telugu: నేర్పు, నిపుణత; Tocharian B: epastyäññe; Turkish: beceri, maharet, marifet, ustalık, yetenek, kabiliyet; Ukrainian: вмі́ння, майстерство, навик; Volapük: skil
acquaintance
Albanian: njohje; Arabic: مَعْرِفَة; Armenian: ծանոթություն; Azerbaijani: tanışlıq; Belarusian: знаёмства; Breton: konesañs; Bulgarian: познанство; Czech: známost; Dutch: bekendheid; Finnish: tuttavuus, tuttavasuhde; French: relation, accointance, connaissance; Galician: familiaridade; Georgian: ნაცნობობა; German: Bekanntschaft, Umgang; Greek: γνωριμία; Ancient Greek: γνωριμότης, γνώρισις, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἐπιστήμη, ξυνήθεια, συνήθεια, χρῆσις; Hungarian: ismeretség; Ingrian: tuttahus; Irish: aitheantas, aithnid; Italian: conoscenza; Japanese: 知り合い; Kazakh: таныстық; Kyrgyz: тааныштык; Latin: notitia; Latvian: pazīšanās; Lithuanian: pažintis; Macedonian: запознавање; Malayalam: പരിചയം; Persian: آشنایی; Polish: znajomość; Portuguese: familiaridade; Romanian: cunoștință; Russian: знакомство; Sardinian: connoschimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: познанство; Roman: poznánstvo; Slovak: známosť; Slovene: poznanstvo; Spanish: amistad, conocimiento, junta, relación, trato; Swedish: bekantskap; Tajik: ошноӣ, шиносоӣ; Telugu: పరిచయము; Turkish: aşina; Ukrainian: знайомство; Uzbek: tanishlik; Volapük: seväd