τοὐρανοῦ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek (Liddell-Scott)
τοὐρανοῦ: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.
Greek Monotonic
τοὐρανοῦ: κράση αντί τοῦ οὐρανοῦ.
Russian (Dvoretsky)
τοὐρανοῦ: in crasi = τοῦ οὐρανοῦ.