τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τλήμεναι: Επικ. αντί τλῆναι, απαρ. αορ. βʹ του *τλάω.
τλήμεναι: Theocr. = τλῆναι.