τλήμεναι

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monotonic

τλήμεναι: Επικ. αντί τλῆναι, απαρ. αορ. βʹ του *τλάω.

Russian (Dvoretsky)

τλήμεναι: Theocr. = τλῆναι.