Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
pl. épq. p. Φωκεῖς, pl. de Φωκεύς.
Φωκῆες: эп. pl. к Φωκεύς.