ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
περίεργον: τό1) чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);2) pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).