επίλαμπρος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.
(II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.