ένδοξος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)
2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῦ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)
μσν.- νεοελλ.
(υπερθ. ως τιμητικός τίτλος) «εντιμότατε και ενδοξότατε»
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ένδοξη
αναρριχώμενο φυτό της οικογένειας τών λειριιδών
αρχ.
1. επίσημος, διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)
2. όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά παραδεκτός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνδοξα
όσα θεωρούνται αληθινά επειδή είναι γενικώς παραδεκτά.