σκεθρῶς
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
French (Bailly abrégé)
adv.
exactement.
Étymologie: σκεθρός.
Russian (Dvoretsky)
σκεθρῶς:
1) точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);
2) тщательно (διορίζειν Aesch.).