ἀλυσιτελῶς
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
French (Bailly abrégé)
adv.
sans profit, avec désavantage.
Étymologie: ἀλυσιτελής.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῡσῐτελῶς:
1) без пользы (βιῶναι Xen.);
2) в ущерб: γεγενημένος ἀ. Plut. ставший невыгодным или наносящий ущерб.