ροδής

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Ν
1. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του ροδιού
2. το ουδ. ως ουσ. το ροδί
το χρώμα του ροδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδι + κατάλ. -ης (πρβλ. θαλασσ-ής, σταχτ-ής)].