λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ
ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς
νεοελλ.
φρ. «τά 'κανα ρόιδο» — τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κλων-ίδιον). Ο νεοελλ. τ. ρόδι με σίγηση του -ι-].