χημευτικός

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

και χυμευτικός, -ή, -όν, Μ
1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
2. το θηλ. ως ουσ.χημευτική
η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά
τα βιβλία αλχημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω ενός ρ. χημεύω (βλ. και λ. χημεία)].