στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
κουφότης, κουφοτής, ἐλαφρία, εὐκοπία, ῥᾳστώνη, ῥῃστώνη, ἐλαφρότης, εὐπέτεια, εὐχέρεια, προσήνεια, εὐκολία