εὐκολία
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἡ, (εὔκολος) prop.
A contentedness with one's food, Plu.2.461c; ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκολία Id.Caes. 17: but, in earlier authors,
2 of the mind, contentedness, good temper, Pl.Alc.1.122c, etc.; ὀλιγόδεια καὶ εὐκολία Ph.2.457.
3 of the body, ease and lightness in moving, εὐκολία καὶ εὐχέρεια Pl.Lg.942d: metaph., εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν facility in verse-making, Plu.Cic.40; εὐκολία πρήξιος AP7.694 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, eigtl. das durch das Essen leicht Zufriedengestelltsein, ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. Plut. Caes. 17; ubh. das Wesen u. Benehmen des εὔκολος, Gefälligkeit, Freundlichkeit, καὶ εὐχέρεια Plat. Alc. I, 122 c; εὐκολίαν καὶ φιλοφροσύνην ἐπιδείκνυσθαι Plut. Ant. 26. – Leichtigkeit, εὐκολίαν τε καὶ εὐχέρειαν ἐπιτηδεύειν Plat. Legg. XII, 942; Sp., εὐκολίην πρήξιος εὑρεῖν Add. 7 (VII, 694); πρὸς τὴν ποίησιν Plut. Cic. 40, vgl. adv. Stoic. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 humeur accommodante, aménité;
2 disposition favorable, souplesse.
Étymologie: εὔκολος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκολία: ἡ
1 скромность, невзыскательность, простота (περὶ τὴν δίαιταν Plut.);
2 общительность, обходительность, приветливость (εὐ. καὶ φιλοφροσύνη Plut.);
3 легкость, подвижность (εὐ. τε καὶ εὐχέρεια Plat.);
4 склонность, способность (πρὸς τὴν ποίησιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκολία: ἡ, (εὔκολος) κυρίως τὸ νὰ εἶναί τις εὔκολος εἰς τὰ ἀποβλέποντα τὴν τροφήν, Πλούτ. 2. 461C· ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. ὁ αὐτ. ἐν Καίσαρι 17: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) ἐπὶ ψυχικῶν διαθέσεων, αὐτάρκεια, καλὴ διάθεσις, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, κτλ. 3) ἐπὶ τοῦ σώματος, εὐχέρεια καὶ ἐλαφρότης εἰς τὰς κινήσεις, εὐκινησία, Πλάτ. Νόμ. 942D· μεταφ., εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν Πλουτ. Κικ. 40· εὐκ. πρήξιος Ἀνθ. Π. 7. 694.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) εύκολος
η ιδιότητα του εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» — ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.)
νεοελλ.
1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση, εξυπηρέτηση («το κατάστημα κάνει ευκολίες στους πελάτες του»)
2. φρ. «έχει την ευκολία του» — έχει αρκετούς χρηματικούς πόρους, ευπορεί
3. στον πληθ. οι ευκολίες
ανέσεις, αφθονία χρειωδών, ευχέρειες χρήσεως («το σπίτι έχει πολλές ευκολίες»)
μσν.-αρχ.
1. επιπολαιότητα, αυθορμητισμός
2. (για ψυχική διάθεση) καλή διάθεση, φιλοφροσύνη, ευχαρίστηση(«βουλόμενος εὐκολίαν ἐπιδείκνυσθαι καὶ φιλοφροσύνην», Πλούτ.)
αρχ.
1. το να είναι κάποιος εύκολος στα σχετικά με την τροφή («τῆς δἐ περὶ τὴν δίαιταν εὐκολίας», Πλούτ.)
2. (για το σώμα) ελαφρότητα και ευχέρεια στην κίνηση, ευκινησία
3. προσαρμοστικότητα, ευπείθεια, υπακοή
4. τάση, προδιάθεση
5. καλή κατάσταση
6. σαφήνεια στη διδασκαλία
7. αστάθεια, έλλειψη ισορροπίας
8. ευφράδεια, καλλιέπεια.
Greek Monotonic
εὐκολία: ἡ (εὔκολος),·
1. αυτάρκεια, καλή διάθεση, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για το σώμα, ευκινησία, ευκαμψία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐκολία, ἡ, εὔκολος
1. contentedness, good temper, Plat., etc.
2. of the body, agility, facility, Plut.
English (Woodhouse)
good-humour, ease of movement, equability of temper, goad temper, good nature, good temper, of disposition