γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
συγκαταδύομαι ;; κατακολπίζω ;; ἐπιδύω ;; δύνω ;; δύω ;; ἐμπίπτω ;; ἐπιστρέφω ;; παράγω ;; φθίνω ;; κατάγω