κατακολπίζω

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολπίζω Medium diacritics: κατακολπίζω Low diacritics: κατακολπίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΠΙΖΩ
Transliteration A: katakolpízō Transliteration B: katakolpizō Transliteration C: katakolpizo Beta Code: katakolpi/zw

English (LSJ)

run into a bay, κ. ἐς Αἴγιναν Th.8.92, cf. Str.8.3.33.

German (Pape)

[Seite 1355] in einen Meerbusen einbiegen, einlaufen; Thuc. 8, 92; Strab. VIII, 358 u. Sp.; auch med., Poll. 1, 102.

French (Bailly abrégé)

f. att. κατακολπιῶ, ao. κατεκόλπισα;
1 suivre les contours d'un golfe;
2 entrer en rade.
Étymologie: κατά, κόλπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κολπίζω een baai binnenvaren.

Russian (Dvoretsky)

κατακολπίζω: (fut. κατακολπιῶ) заплывать (внутрь), заходить (ἐς Αἴγιναν Thuc.).

Greek Monolingual

κατακολπίζω (Α)
εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ' Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κολπίζω (< κόλπος)].

Greek Monotonic

κατακολπίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (κόλπος), προσορμίζομαι σε κόλπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολπίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, εἰσπλέω εἰς κόλπον, προσορμίζομαι, κ. εἰς Αἴγιναν Θουκ. 8. 92· ὁ παράπλους τῷ μὴ κατακολπίζοντι Στράβ. 358.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ κόλπος
to run into a bay, Thuc.

Lexicon Thucydideum

in sinum deflectere, to turn into a gulf, 8.92.3.