excitement
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἔκπληξις, ἡ, P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
the city was full of excitement: P. ἀνηρέθιστο (ἀνερεθίζειν) ἡ πόλις (Thuc. 2, 21).