ταραγμός

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταραγμός Medium diacritics: ταραγμός Low diacritics: ταραγμός Capitals: ΤΑΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: taragmós Transliteration B: taragmos Transliteration C: taragmos Beta Code: taragmo/s

English (LSJ)

ὁ, disturbance, disquietude, τ. ἐς φρένας πίτνει A.Ch.1056; τ. ἐμπέπτωκέ μοι E.Hec.857, cf. Id.Oen.p.39A.; ἐς ταραγμὸν ἥκειν Id.HF533; τ. εἰσῆλθεν πόλιν Id.Ph.196, cf. IT572: pl., παιδοκτόνους φρενῶν τ. Id.HF836.

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, wie τάραξις, Beunruhigung, Vera wirrung; ἐκ τῶν δέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πιτνεῖ, Aesch. Ch. 1052; ὡς ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν, Eur. Phoen. 204; πολὺν ταραγμὸν εὶχον μάχης, 1415; ᾑ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι, Hec. 857; τίν' εἰς ταραγμὸν ἥκομεν; I. T. 572, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de troubler, trouble, agitation.
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰραγμός:ταράσσω смятение, потрясение, смута, переполох Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰραγμός: ὁ, ὡς τὸ τάραξις, διατάραξις, ταραχή, σύγχυσις, ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει Αἰσχύλ. Χο. 1058· ἔστιν γὰρ ᾖ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Εὐρ. Ἑκ. 857· τίν’ ἐς ταραγμὸν ἥκομεν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 353· ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 196.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ταράσσω
ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.

Greek Monotonic

τᾰραγμός: ὁ, ταραχή, σύγχυση, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

τᾰραγμός, οῦ, ὁ,
disturbance, confusion, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ