eavesdropper
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English > Greek (Woodhouse)
substantive
spy: P. and V. κατάσκοπος, ὁ.
be an eavesdropper, v.: P. ὠτακουστεῖν.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
spy: P. and V. κατάσκοπος, ὁ.
be an eavesdropper, v.: P. ὠτακουστεῖν.