κατάσκοπος
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ὁ,
A one who reconnoitres, scout, spy, Hdt.1.100, 112, al.; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν E.Rh.125; πεμφθεὶς Ἰλίου κ. ib.505, cf. Hec.239, Th.6.63; τριήρεις πέμψαι κ. Plu.Lys.10; τῶν λόγων κ. Ar.Th.588, cf. X.Cyr.6.1.31; πραγμάτων Men.Pk.105.
2 examiner, inspector, Th.4.27, cf.8.41; τῆς προσόδου ἐκ σίτου Fouilles de l'Institut français d'archéologie orientale du Caire 4(2).p.74: metaph., κ. βίου Secund.Sent.7.
II κατάσκοπος, κατάσκοπον, closely covered, Sch. Opp.H.3.636 (sed leg. κατάσκεπος).
German (Pape)
[Seite 1379] betrachtend, erspähend, erforschend, bes. subst., der Späher, Kundschafter; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν Eur. Rhes. 125, öfter; τῶν λόγων Ar. Thesm. 588; Her. 1, 100; Thuc. 8, 6; κατάσκοπον πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαθεῖν ὅτι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Xen. Cyr. 6, 1, 18; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 espion ou éclaireur;
2 inspecteur.
Étymologie: κατασκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-σκοπος -ον, ὁ verkenner, spion. waarnemer.
Russian (Dvoretsky)
κατάσκοπος: II ὁ
1 разведчик, соглядатай Her., Eur., Arph., NT, Plut.;
2 посылаемый для проверки, инспектор Thuc.
разведывательный (τριήρεις Plut.).
English (Strong)
from κατά (intensive) and σκοπός (in the sense of a watcher); a reconnoiterer: spy.
English (Thayer)
κατασκόπου, ὁ (κατασκέπτομαι (equivalent to κατασκοπέω)), an inspector, a spy: Herodotus down.)
Greek Monolingual
(I)
ο, η (AM κατάσκοπος)
αυτός που κατασκοπεύει
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις
2. αυτός που εξετάζει, που ερευνά και αναφέρει τα πορίσματα της έρευνας, ο επιθεωρητής
3. εξεταστής, ερευνητής
4. απεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. επίσκοπος, πρόσκοπος].
(II)
κατάσκοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλυφθεί εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κατάσκεπος.
Greek Monotonic
κατάσκοπος: ὁ, αυτός που παρατηρεί, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ηρόδ., Ευρ.· στον Θουκ., πρόσωπο που στελνόταν για να ανιχνεύσει και να αναφέρει πίσω όσα είδε, επιθεωρητής.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκοπος: ὁ, ὁ φυλάττων φυλακήν, ὁ σκοπός, σκοπιωρὸς καὶ προσέχων καὶ ἐρευνῶν, ἵνα ἴδῃ, ἀκούσῃ καὶ μάθῃ τι περὶ τῶν πολεμίων ἢ ἐχθρῶν, ἵνα δώσῃ εἴδησιν, «δόλων ἐξιχνευτής, δολερός, δόλιος» Ἡσύχ.· κατασκόπους ἐποψομένους Ἡρόδ. 1. 100, 112, κ. ἀλλ.· κατάσκοπον πολεμίων πέμψαι Εὐρ. Ρῆσ. 125· πεμφθεὶς Ἰλίου κ. αὐτόθι 505, πρβλ. Ἑκ. 239, Θουκ. 6. 63· τῶν λόγων κ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 588· κ. πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαθεῖν ὅ,τι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31· ὠτακουστοῦσι, κατασκόπων ἔχοντες τάξιν, οἵτινες οὐ μόνον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐνεργοῦσιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ὤτων, Ἀθήν. οἷον εἰς πολεμίων κατάσκοπον ἐνσκευάσας Πλουτ. Ἐκλελ. Χρηστήρ. σ. 434Δ·― παρὰ Θουκ. 4. 27, ὁ ἐξετάζων καὶ ἀναφέρων τὰ πορίσματα τῆς ἐξετάσεως, ἐπιθεωρητής, πρβλ. 8. 41. ΙΙ. κατάσκοπος, ον, ἐντελῶς κεκαλυμμένος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 636.
Middle Liddell
κατά-σκοπος, ὁ,
one who keeps a look out, a scout, spy, Hdt., Eur.:—in Thuc., a person sent to examine and report, an inspector.
Chinese
原文音譯:kat£skopoj 卡他-士可坡士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-注意(者) 相當於: (רָאָה / רָאֶה / רְאוּת) (רָגַל)
字義溯源:探子,巡視員;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照,遍及)與(σκοπός)=注視)組成;其中 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X*=窺視)。比較: (ἐγκάθετος)=暗中引進的
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 探子(1) 來11:31
Lexicon Thucydideum
speculator, scout, lookout, 4.27.3, 4.27.34.4.1. 6.45.1, 6.63.3, 8.6.4. 8.41.1.
Translations
Afrikaans: spioen; Albanian: përgjues; Arabic: جَاسُوس; Andalusian Arabic: دَيْسُوس; Armenian: լրտես; Assamese: চোৰাংচোৱা; Avar: жасус; Azerbaijani: casus; Belarusian: шпіён, шпег, шпік, шпіёнка; Bengali: গুপ্তচর, গুপ্তচর; Bulgarian: шпионин, шпионка; Burmese: သူလျှို; Catalan: espia; Chechen: шпион; Chinese Mandarin: 間諜, 间谍; Czech: vyzvědač, vyzvědačka, špión, špiónka, špeh; Danish: spion; Dhivehi: ޖާސޫސް; Dutch: spion, spionne; Esperanto: spiono; Estonian: spioon; Faroese: njósnari; Finnish: vakooja, vakoilija; French: espion, espionne; Galician: espía; Georgian: ჯაშუში, შპიონი, მოთვალთვალე, მსტოვარი; German: Spion, Spionin, Spitzel, Schlapphut, Schnüffler; Gothic: 𐍆𐌴𐍂𐌾𐌰; Greek: κατάσκοπος; Ancient Greek: κατάσκοπος; Hebrew: מְרַגֵל, מרגלת; Hindi: जासूस, गुप्तचर; Hungarian: kém, spion; Icelandic: njósnari; Indonesian: mata-mata; Irish: spiaire, brathadóir; Italian: spia; Japanese: 密偵, 探偵, 諜報員, スパイ, 間諜, 密使; Kazakh: шпион, тыңшы; Khmer: ចារបុរស; Korean: 간첩(間諜), 스파이; Kurdish Northern Kurdish: sîxur, casûs, diznêr, xefnêr, şofar, spiyon; Kyrgyz: шпион, тыңчы; Lak: ясус; Lao: ໃສ້ເສິກ, ເຊີຽ, ຈາລະບຸລຸດ, ນັກສືບ; Latin: speculator, speculatrix; ēmissārius, ōtacustēs; Latvian: spiegs, spiedze; Lithuanian: šnipas, šnipė; Macedonian: шпион, шпионка; Malagasy: mitsikilo; Malay: pengintip; Malayalam: ചാരൻ; Maori: tūtei, pūrahorua, kaitūtei, pūrahorua; Mongolian Cyrillic: тагнуул, тагнуулч; Navajo: naalchiʼí; Norman: êpieux, espion; Norwegian Bokmål: spion; Nynorsk: spion; Occitan: espion; Old English: sċēawere; Ossetian: шпион, дзырдхӕссӕг; Pashto: جاسوس; Persian: جاسوس; Plautdietsch: Spiejoon; Polish: szpieg, szpion; Portuguese: espião; Romanian: spion, spioană; Russian: шпион, шпионка, агент, шпик; Serbo-Croatian Cyrillic: шпѝјӯн, шпѝјӯнка, у̀хода; Roman: špìjūn, špìjūnka, ùhoda; Slovak: špión, špiónka, špeh, vyzvedač, vyzvedačka, zved, sliedič, sliedička; Slovene: vohun, vohunka; Sotho: tlhwela; Spanish: espía, chivato; Swahili: jasusi, mpelelezi; Swedish: spion; Tabasaran: жасус; Tagalog: batyaw; Tajik: ҷосус, шпион; Tatar: шпион; Telugu: వేగు, గూఢచారి; Thai: สายลับ; Tibetan: སོ་པ; Tocharian B: pälkostau; Turkish: ajan, casus, çaşıt; Turkmen: içaly; Tuvan: шивишкин; Ukrainian: шпигун, шпигунка, шпиг, шпик; Urdu: جاسوس; Uyghur: جاسۇس, ئىشپىيون; Uzbek: josus, shpion; Vietnamese: gián điệp; Volapük: spionan, hispionan, jispionan; Yakut: үспүйүөн; Yiddish: שפּיאָן; Zazaki: casus