δημοσία
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
βλ. δημόσιος.
Russian (Dvoretsky)
δημοσία: дор. δᾱμοσία ἡ (sc. σκηνή) (у спартанцев) царская палатка: οἱ περὶ δαμοσίαν Xen. царские советники.
English (Woodhouse)
(see also: δημόσιος) at the public charge