μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Ar. and P. κιθαριστής, ὁ, P. κιθαρῳδός, ὁ.
female harper: P. ψάλτρια, ἡ, Av. κιθαρῳδός, ἡ (Ecc. 739).