Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
P. ἀδιάφθορος, ἀδιάφθαρτος.
pure: P. and V. καθαρός, ἀκήρατος (rare P.), ἀκέραιος; see pure.