ἀκέραιος

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέραιος Medium diacritics: ἀκέραιος Low diacritics: ακέραιος Capitals: ΑΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: akéraios Transliteration B: akeraios Transliteration C: akeraios Beta Code: a)ke/raios

English (LSJ)

ἀκέραιον (fem. ἀκεραία Sch.Ar.Pl.593), Prose word (used by E., v. infr.) for poet. ἀκήρατος,
A pure, unmixed, ὕδωρ Arist.HA605a15; οἶνος Dsc.5.6; ἀργύριον Poll.3.86, etc.; untouched, γῆ, νομή, Pl.Criti.111b, Arist.HA 575b3; unalloyed, ἡδοναί Epicur.Sent.12.
2 of persons, pure in blood, E.Ph.943.
II unharmed, unravaged, ἀ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν Hdt.3.146; γῆ Th.2.18; χώρα D.1.28; δύναμις, of an army, in full force, Th.3.3; of troops, fresh, X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, etc.; of property, untouched, οὐσία D.44.23; ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀ. IG3.1418f; of a person, Persae.Stoic.1.99.
2 metaph., pure, inviolate, ἀκέραιον ὡς σῴσαιμι Μενέλεῳ λέχος E.Hel.48; [τέχνη] ἀβλαβὴς καὶ ἀκεραία Pl. R.342b; complete, perfect, φαντασίαι Phld.D.3.8; ἐλπίς Plb.6.9.3; ὁρμαί Id.1.45.2.
3 of persons, uncontaminated, guileless, E.Or.922; incorruptible, κριτής D.H.7.4: c. gen., ἀ. κακῶν ἠθῶν Pl.R. 409a, cf. Men.Epit.489; unprejudiced, with an open mind, Plb.21.31.12.
4 ἐξ ἀκεραίου = anew, Id.23.4.10; while matters are undecided, Idd.6.24.9; ἀκέραιον ἐᾶν leave alone, Id.2.2.10; εἰς ἀκέραιον ἀποκαθιστάναι = Lat. in integrum restituere, IG14.951. Adv. ἀκεραίως, of payment, in full, Cic. Att.15.21.2; unreservedly, Phld.Lib. p.57O.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α E.Ph.94, Ptol.Iudic.10.18, Dig.31.88.15]
I 1puro de pers. sin mezcla de sangre e.e. hijo de padre y madre ciudadanos σὺ ... γένους ἀκέραιος ἔκ τε μητρὸς ἀρσένων τ' ἄπο E.Ph.943, cf. Or.922
de cosas puro, limpio ὕδωρ Arist.HA 605a15
sin mezcla, no adulterado οἶνος Dsc.5.6.10, ἀργύριον Poll.3.86.
2 fig. puro, íntegro, no corrompido en sent. moral (ψυχή) ἀκέραιος κακῶν ἠθῶν Pl.R.409a, βίος E.Or.922, ἀνεπίπληκτος αὐτὸς τῷ βίῳ Men.Epit.590, ἀ. ὡς αἱ περιστεραί Eu.Matt.10.16, κριτής ἀ. juez incorruptible D.H.7.4, Origenes Princ.4.3.3, del hombre en la resurrección, Gr.Nyss.Or.Catech.88.17, τέχνη Pl.R.342b
claro, preciso λόγος ὀρθὸς ... καὶ ἀ. Pl.Plt.268b
limpio διαψήφισις D.C.52.31.4
cándido, sencillo, inocente ψυχαί Gr.Naz.Ep.101.6
sent. peyor. ingenuo, ignorante en maldiciones ἔστω κωφὸς, ἄλαλος, ἄνους, ἀκέραιος SEG 35.214.16, cf. 215.3, 218.32 (todas Atenas III d.C.)
στρατιώτης ἀκέραιος = grado en la jerarquía del culto de Mitra EDE 7-8.857 (III d.C.).
II 1no dañado, no destruido, intacto frec. tras una guerra o un desastre πόλις Hdt.3.146, γῆ Th.2.18, del Ática antes del diluvio, Pl.Criti.111b, χώρα D.1.28, σκηναί X.Cyr.4.5.2, νομή Arist.HA 575b4, νῆες Plb.2.10.2, de la propiedad οὐσία D.44.23, τὰ ... ἐπιθέματα τῶν μορφῶν IG 22.13194.30 (II d.C.), βούλομαι τὰς ἐμὰς οἰκίας ... μένειν ... ἀκεραίας Dig.l.c.
no violado λέχος E.Hel.48
de pers. no molestado Plb.21.31.12.
2 completo, que no sufre mengua, no debilitado δύναμις Th.3.3, cf. X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, διαμένοντες ἀκέραιοι τοῖς τε σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Plb.15.16.4, ἡδοναί Epicur.Sent.[5] 12.4, ἐλπίς Plb.6.9.3, δεσποτία POxy.1890.14 (VI d.C.)
ac. adverb. sin reservas, incondicionalmente ὁμολογῶν ... [ἐγγυᾶσθαι Ἀ] υρήλιον ... ἀκέραιον καὶ ἐκτὸς φυλακῆς PSI 86.8 (IV d.C.)
en locuciones adverb. ἐξ ἀκεραίου por completo, desde el principio Plb.23.4.10, 6.24.9, ἐπ' ἀκεραίῳ = en pleno, completamente Iust.Nou.120.9.1
jur. εἰς ἀκέραιον ἀποκαθιστάναι lat. in integrum restituere, IUrb.Rom.1.14 (I a.C.), cf. Iust.Nou.119.6.
3 jur. ἐν ἀκεραίῳ = que está en suspenso, pendiente de resolución μὴ προδιαλαμβάνειν ἀλλ' ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν no decidir (el asunto), sino dejarlo en suspenso Plb.2.2.10, jur. ἔκκλητος γέγονεν ἡ δίκη, ὥστε ἐν ἀκεραίῳ εἶναι SB 5693.16, cf. 7 (II d.C.), PEuphr.1.15 (III d.C.).
III adv. ἀκεραίως
1 de manera pura, saludable, Tz.Comm.Ar.3.816.5.
2 de pagos en una suma totalmente Cic.Att.398.2.
3 sin reservas, honrada, sinceramente ἀ. λέγουσι Phld.Lib.18a.10, cf. Ath.Al.Apol.Sec.77.3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mélangé, non entamé, entier, intact : ἀκέραιος πόλις HDT, ἀκέραιος γῆ THC ville, territoire qui n'a pas souffert ; ἀκέραιος δύναμις THC troupe fraîche, armée dans toute sa force ; οὐσία ἀκέραιος DÉM fortune intacte ; en parl. de pers. non souillé;
NT: innocent.
Étymologie: , κεράννυμι.

German (Pape)

(κεράννυμι), ungemischt, rein, οἶνος Diosc.; οἴνου δύναμις Ath. II.45e; χρυσός Plut.; in ursprünglicher Reinheit und Vollständigkeit, unversehrt, integer (ὁλόκληρος, σῶος, ἀβλαβής, Vetera Lexica), πόλις Her. 3.146; Isocr. 4.98; γῆ, nicht verwüstet, Thuc. 2.18; Plat. Critia 111b; χώρα Dem. 1.28; δύναμις Thuc. 3.3; σκηναὶ ἀκ. καὶ σῶαι Xen. Cyr. 4.5.2; noch nicht ermüdet, An. 6.3.9; mit dem gen., ἄπειρον καὶ ἀκέραιον κακῶν ἠθῶν Plat. Rep. III.409a; vgl. Eur. Or. 920; πάθους ἀκέραιον ἦθος καὶ ἄθικτον Plut. virt. doc. posse 1; ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί Matth. 10.16. Häufig braucht das Wort Polyb.: νῆες, φάλαγξ, frisch, die noch nicht im Kampf gewesen, 1.28, 1.34; ἐξ ἀκεραίου, von frischem, de integro, 24.4.10; βουλεύεσθαι, προσπίπτειν, 9.31, 6.24; ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν 2.2.10.
• Adv. ἀκεραίως, unversehrt, Cic. Att. 13.21.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέραιος:
1 беспримесный, чистый (ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.);
2 чистокровный: ἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ᾽ ἄπο Eur. сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии;
3 нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший (πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.): ἐξ ἀκεραίου Polyb. сызнова, со свежими силами; ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. оставить в прежнем положении;
4 свежий, не изнуренный (δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.);
5 не оскверненный, непорочный (λέχος Eur.): ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. не испорченный дурными нравами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέραιος: -ον, λέξις πεζογραφ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.) ἀντὶ τῆς ποιητ. ἀκήρατος = ἀμιγής· ὕδωρ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, ἐν τέλ. πρβλ. 6. 21, 4. 2) ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς κατὰ τὸ γένος, Εὐρ. Φοίν. 943. ΙΙ. ὁλόκληρος, ἀβλαβής, σῶος, ἀκ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 3. 146· γῆ, Θουκ. 2. 18, (ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ κεραΐζω)· ἀκ. δύναμις, ἐπὶ στρατιᾶς, ἐν πλήρει δυνάμει, ζωηρά, ὁ αὐτ. 3. 3· ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀκ., Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κατὰ διαφόρους σχέσεις, ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεω λέχος, ἀκήρατον, ἀπαραβίαστον, Εὐρ. Ἑλ. 48· (τέχνη) ἀβλαβὴς καὶ ἀκ., Πλάτ. Πολ. 342Β· φύλακες τῆς οἰκείας ἀκεραίου [χώρας], Δημ. 17. 13· οὐσία ἀκ., ὁ αὐτ. 1087. 24· ἐλπίδες, ὁρμή, Πολύβ. 6. 9, 3., 1. 45, 2, κτλ.: ― ἐξ ἀκεραίου, ἐκ νέου, Λατ. de integro, ὁ αὐτ. 24. 4, 10. ἢ ἐν ἀνθηρᾷ, ἀκεραίῳ καταστάσει, Λατ. re adhuc integra, ὁ αὐτ. 6. 24, 9· ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν, ἀφίνω τι κατὰ μέρος ἀπείρακτον, ὁ αὐτ. 2. 2, 10. ― Ἐπίρρ. -ως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 21. 3) ἐπὶ προσώπου, ἀμόλυντος, ἄδολος, Εὐρ. Ὀρ. 922: μ. γεν. ἀκ. κακῶν ἠθῶν, ἀμόλυντος, μὴ μιανθείς, ὑπὸ ..., Πλάτ. Πολ. 409A.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of κεράννυμι; unmixed, i.e. (figuratively) innocent: harmless, simple.

English (Thayer)

(κεράννυμι);
a. unmixed, pure, as wine, metals,
b. of the mind, without admixture of evil, free from guile, innocent, simple: Philippians, the passage cited; Trench, § lvi.; Tittmann 1:27f.)

Greek Monolingual

-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α ἀκέραιος, -ον και -αία, -ον)
1. απείραχτος, άθικτος, ανέπαφος
«και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (Ηρόδ. Γ, 146)
2. ολόκληρος, πλήρης, ατόφιος
«περιουσία ἀκεραία», «ἀκέραιος γῆ» (Πλάτ. Κριτ. 3b)
3. άδολος, έντιμος
«ακέραιος χαρακτήρας», «ἀκέραιος κριτής» (Διον. Αλ. 7, 4)
4. φρ. ακέραιοι αριθμοί Μαθημ.
οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο μηδέν.
αρχ.
1. αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο αμιγής
«ἀκέραιος οἶνος» (Διοσκ. 5, 6)
2. καθαρός στο γένος, στην καταγωγή «σπαρτῶν γένους ἀκέραιος» (Ευρ. Φοίν. 943)
3. αυτός που δεν έχει κακίες και πάθη, ο άσπιλος, ο αγνός
«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ λέχος» (Ευρ. Ελ. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῖ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (Πλάτ. Πολιτ. 409a)
4. «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την αρχή (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή κατάσταση (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — αφήνω κάτι απείραχτο, κατά μέρος (Πολύβ. 2, 2, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κέρα-ιος < - στερητ. + ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω «καταστρέφω, ερημώνω») + επίθημα -ιος. Η σύνδεση με τη ρίζα κερα- ερμηνεύει σημασιολογικά την προέλευση της λ. (ακέραιος θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου μετά η σημ. «ολόκληρος, πλήρης») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. ἀκήρατος. Συγκεκριμένως, η διτυπία ἀκέραιος-ἀκήρατος αντιστοιχεί πρός τη διτυπία τών γεραιός-ἀγήρατος (από ρίζα γερα), όπου η μακρότητα (η) στο ἀκήρατος (αντί -κέρατος) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την αποφυγή των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική επίδραση της λ. κήρ (βλ. ἀκήρατος). Η σημ. «καθαρός, αμιγής» αποτελεί σημασιολογική εξέλιξη, στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η ίδια η αρχική σημ. της λ. («άθικτος, ανέπαφος») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι «αναμειγνύω» (ἄκρατος / ἄκρητος). Ο νεοελλ. τ. ακέριος προήλθε από το ἀκέραιος με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός). Ομοίως από τη σύνθεση του ακέριος με το όλος ( ολοακέριος > ολάκεριος) προήλθε το ολάκερος (πρβλ. καθάριοςολοκάθαρος, όρθιοςολόρθος κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. ακεραιότης, ακεραιότητα
αρχ.
ἀκεραιοσύνη
μσν.
ἀκεραιοῦμαι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ολάκερος].

Greek Monotonic

ἀκέραιος: -ον, το ποιητ. ἀκήρατος,
I. αμιγής, καθαρόαιμος, αυτός που δεν έχει υποστεί επιμειξία, σε Ευρ.
II. ολόκληρος, αβλαβής, σώος, λέγεται για πόλεις ή χώρες, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀκέραιος δύναμις, στρατιά που έχει πλήρεις τις δυνάμεις της, ακμαία, στον ίδ.· ἀκέραιον λέχος, απαραβίαστο, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, αμόλυντος, άδολος, άσπιλος, στον ίδ.· με γεν., ἀκέραιος κακῶν ἠθῶν, αμόλυντος από κακές έξεις ή επιβλαβείς συνήθειες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

= the poetic ἀκήρατος
I. unmixed, pure in blood, Eur.
II. entire, unharmed, unravaged, of cities or countries, Hdt., Thuc.; ἀκ. δύναμις an army in full force, Thuc.; ἀκ. λέχος inviolate, Eur.; of persons, uncontaminated, guileless, Eur.: c. gen., ἀκέραιος κακῶν ἠθῶν uncontaminated by bad habits, Plat.

Chinese

原文音譯:¢kšraioj 阿-咳來哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-握住的
字義溯源:不混雜的,純粹,無害處的,愚昧的,愚拙,馴良,單純的,誠實無偽,純真不雜;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κεράννυμι)*=混合)組成
出現次數:總共(3);太(1);羅(1);腓(1)
譯字彙編
1) 純真不雜(1) 腓2:15;
2) 愚拙(1) 羅16:19;
3) 馴良(1) 太10:16

English (Woodhouse)

pure, undefiled, unharmed, unimpaired, uninjured, unspoiled, untouched, whole

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καθαρός, ὁλόκληρος, σῶος). Ἀπό τό α στερητ. + κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κεράννυμι.

Lexicon Thucydideum

integer, untouched, intact, 2.18.5, [Gr. Greek ἀκεραίας] 2.61.2, 3.3.1.

Translations