Αθηνιώτης
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ισσα)
ο Αθηναίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αθήνα.
ΠΑΡ. αθηνιώτικος].
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ο (θηλ. -ισσα)
ο Αθηναίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αθήνα.
ΠΑΡ. αθηνιώτικος].