Απρίλης
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
ο (AM Ἀπρίλιος)
ο τέταρτος μήνας του χρόνου κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. aprilis «μήνας Απρίλιος»].