μήνας

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μήν, Α ιων. και αιολ. τ. μείς, δωρ. τ. μής, ηλιακός τ. μεύς)
1. το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η Σελήνη διαγράφει την τροχιά της πραγματοποιώντας μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη
2. καθεμιά από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ηλιακού έτους που αποτελείται εναλλάξ από 31 ή από 30 ημέρες, με εξαίρεση τον Φεβρουάριο, ο οποίος έχει 28 ημέρες επί τρία συνεχή χρόνια και 29 τον τέταρτο χρόνο, ο οποίος λέγεται δίσεκτος
νεοελλ.
φρ.
1. αστρον. α) «συνοδικός ή σεληνιακός μήνας» — το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε έναν πλήρη κύκλο φάσεων της Σελήνης, όπως φαίνονται από τη Γη
β) «αστρικός μήνας» — το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να επανέλθει η Σελήνη στην ίδια θέση βάσει του συνόλου τών απλανών αστέρων
γ) «τροπικός μηνας» — το χρονικό διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το ίδιο μήκος στην ουράνια σφαίρα
δ) «δρακόντειος μήνας» — το χρονικό διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές αποκαταστάσεις της Σελήνης στον ίδιο σύνδεσμο της τροχιάς της, δηλ. στην τομή της τροχιάς της με την εκλειπτική
ε) «ηλιακός ή ημερολογιακός μήνας» — χρονικό διάστημα το οποίο ισοδυναμεί με το ένα δωδέκατο του τροπικού έτους
2. α) «μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο χρόνος περνάει γρήγορα ή για τους μισθωτούς που έχουν εξασφαλισμένο μισθό ή για εκείνους που είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν κάθε μήνα ένα ποσό
β) «μήνας του μέλιτος» — ο πρώτος μήνας της έγγαμης ζωής
γ) «βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα» — λέγεται για εκείνους που κατορθώνουν να εξασφαλίσουν ευμάρεια και είναι απαλλαγμένοι από βιοποριστικές ανάγκες
δ) «εννιά έχει ο μήνας» — λέγεται για κάποιον που είναι αμέριμνος και αδιάφορος
ε) «τον μήνα που δεν έχει Σάββατο» — ποτέ («θα πάρει τα χρήματα τον μήνα που δεν έχει Σάββατο»)
νεοελλ.-μσν.
1. χρονικό διάστημα που διαρκεί τριάντα συνεχείς ημέρες («δόθηκε παράταση ενός μήνα»)
2. φρ. «είμαι στον (εις τον) μήνα μου» — βρίσκομαι στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης μου
μσν.
φρ. α) «ὁ μήνας τῶν πρωϊμάδων» — ο έβδομος μήνας του ισραηλιτικού έτους, ο Νισάν
β) «μηνού μέρες» — χρονικό διάστημα ενός μήνα
αρχ.
1. ημισέληνος, μισοφέγγαρο
2. τμήμα του μήνα το οποίο αντιστοιχεί σε μια φάση της Σελήνης
3. το ορατό τμήμα της Σελήνης
4. κόσμημα το οποίο έχει το σχήμα ημισελήνου
5. προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής τών αγαλμάτων, μηνίσκος
6. φρ. α) «κατά μῆνα» ή «ἑκάστου μηνός» ή «τοῦ μηνός» — κάθε μήνα, μηνιαίως
β) «μὴν πλήρης» ή «μὴν κοῖλος» — μήνας 30 ή 29 ημερών
γ) «μὴν ἐμβόλιμος»
(για το σεληνιακό έτος) μήνας ο οποίος παρεμβαλλόταν μεταξύ της 23ης και της 24ης Φεβρουαρίου ανά διετία για αποφυγή ασυμφωνίας του ημερολογίου σε σχέση με τις ώρες του έτους («ἐμβολίμου μηνὸς μὴ γενομένου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μείς/μήν, αρχαίο όνομα για τη σελήνη (πρβλ. μήνη), έχει αντικατασταθεί σήμερα από τους εκφραστικούς τ. σελήνη και φεγγάρι. Έτσι η λ. μήν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μήνα. Ανάλογη εξέλιξη διαπιστώνεται και στη λατ., όπου ο αρχ. τ. mensis χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μήνα, ενώ για τη σελήνη επικράτησε η λ. luna (πρβλ. και ιρλδ. mi «μήνας», escae «σελήνη» και αρμ. amis «μήνας», lusin «σελήνη»). Ωστόσο, σε άλλες γλώσσες δηλώθηκε με τον ίδιο τ. και ο μήνας και η σελήνη (πρβλ. αρχ. ινδ. mās- και māsa- «μήνας, σελήνη»). Ο αρχ. τ. της ονομαστικής μείς (< μηνς), μαρτυρημένος από την Ιωνική, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mēns-, από όπου με βράχυνση του -η- κατά τον βραχυντικό νόμο του Osthoff- προήλθε ο τ. μενς και με αντέκταση του -ε- σε -ει- στην ιων. και -η- στη δωρ. προήλθαν οι τ. μείς/μής της ιων. και δωρ., αντίστοιχα. Η γεν. μηνός (< μηνσ-ος), αντίθετα, προήλθε με σίγηση του -σ-, κατά τις παλαιές αντεκτάσεις, χωρίς να επηρεαστεί η ποιότητα του φωνήεντος, αφού ήταν «εκ προελεύσεως» μακρό. Η ιων-αττ. ονομ. ενικού μήν είναι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός από τη γεν. μην-ός, την αιτ. μήν-α κ.λπ. Ο τ. μεύς, τέλος, έχει σχηματιστεί από τη γεν. μηνός πιθ. αναλογικά προς το σχήμα Ζεύς, γεν. Ζηνός. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. meno, ο οποίος πιθανότατα αντιστοιχεί στη γεν. μηνός, και επίσης οι τ. menijo «μερίδα ή κατάλογος για έναν μήνα» και menoeja, επίθ. για τραπέζι σε σχήμα μισοφέγγαρου. Στην ΙΕ ρίζα mēns- ανάγονται επίσης οι τ.: λατ. mensis, -is, αρχ. ινδ. mās- και māsa-, αβεστ. man-, γοτθ. mēna, αρχ. άνω γερμ. māno- «σελήνη» (πρβλ. και αγγλ. month, γαλλ. mois, γερμ. Μonat). Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι από τη ρίζα mēns- στις πλάγιες πτώσεις σχηματίστηκε νέο ουσ. με δισύλλαβο θέμα mēnōs, mēnōt-, στο οποίο ανάγονται τα: λιθουαν. menuo και menesis «μήνας, φεγγάρι», γοτθ. menops «μήνας», καθώς και ο μυκηναϊκός τ. menoeja (πιθ. < mēnōs/ μήνως). Ο ρόλος, τέλος, της σελήνης στη μέτρηση του χρόνου οδήγησε πολλούς να υποστηρίξουν ότι η λ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πρβλ. μῆτις, μέτρον και λατ. mētior «μετρώ»).
ΠΑΡ. μηναίος, μήνη, μηνιαίος, μηνίσκος
αρχ.
μηνάς, μηνιείος, μήνιον, μηνίς
νεοελλ.
μηνιάτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηνοειδής, μηνολογώ
αρχ.
μηνιάρχης, μηνίαρχος
μσν.
μηνογραφώ
μσν.- νεοελλ.
μηνολόγιον νεοελλ. μηναλλάγια. (Β' συνθετικό) δεκάμηνος, δίμηνος, δωδεκάμηνος, εικοσάμηνος, έμμηνος, ενδεκάμηνος, εννεάμηνος, εξάμηνος, τετράμηνος
αρχ.
βαρύμηνος, διχόμηνος, έκμηνος, οποσάμηνος, πάμμηνος, σύμμηνος, τελεόμηνος
νεοελλ.
δεκαοκτάμηνος, εικοσιτετράμηνος, επτάμηνος, οκτάμηνος, ολιγόμηνος, πεντάμηνος, πολύμηνος].