αγχίδομος

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

ἀγχίδομος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον, ο γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + δόμος.