αδικόμαχος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
ἀδικόμαχος, -ον (Α)
(για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + μάχη.
ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ
αρχ.
ἀδικομαχία.