μάχη
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ἡ, (μάχομαι)
A battle, combat, freq. in Hom., usually of armies, μ. καὶ φύλοπις Il.13.789; ἐπὶ ἶσα μ. τέτατο πτόλεμός τε 12.436; μ. ἐνοπή τε 12.35; μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε 7.237; sometimes of single combat, ib.158,232,263; μ. καὶ δηϊοτής ib.290; ναῶν ἐν μάχαις Pi.N.9.34; μάχαις καὶ ναυμαχίαις Lys.30.26; μάχη δορός A.Ag.439 (lyr.), etc.: with Verbs, μάχην μάχεσθαι fight a battle, Il.15.414, etc.; θήσονται μ. 24.402; μάχας εἰσήλυθον 2.798; ἀρτύνθη μ. 11.216; μ. ἤγειραν 17.261; μ. ὀρνύμεν, ὤτρυνον, 9.353, 12.277; συμφερόμεσθα μάχῃ 11.736; πειρᾶτο μάχας Pi.N.1.43; ἀντιάζειν τινὶ μάχαν ib.67; σὺν γυναιξὶ τὰς μ. ποιούμενος S.El.302, cf. X.Cyr.3.3.29; μάχην συνάψαι ἐμβολαῖς A.Pers.336; μ. συμβάλλειν τινί engage battle with... E. Ba.837; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, Hdt.1.169,6.9, A. Supp.475; διὰ μάχης ἐκβαλεῖν τινα Arist.Pol.1303a35 (so ἐξέπεσον διὰ μάχης ib.34); εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν, E.Ba.636 (troch.), Ph.694; ἐς μάχην ἐπεξιέναι τινί Th.2.23; μάχης γενομένης Pl.Lg.869c; μάχῃ κρατῆσαι conquer in battle, E.HF612, D.18.193 (with v.l. μάχην); νενικήκαμεν τὴν μεγάλην μ. X.Cyr.7.5.53; Μιλτιάδης ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μ. τοὺς βαρβάρους νικήσας Aeschin.3.181; μάχη τινός battle with an enemy, Αἴαντος δ' ἀλέεινε μ. Il.11.542, cf. Hes.Sc.361; μ. ὑπέρ τινος Pi.N.7.42; περί τι Pl.Lg.919b: pl., strifes, ἔρις τε… πόλεμοί τε μάχαι τε Il.1.177; μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Pl.Ti.88a, etc.: generally, contention, strife, Id.Ep.352c, etc.; μάχης ἐάν τις ἄρξηται SIG1109.72 (ii A. D.); μ. νομικαί Ep.Tit.3.9.
2 = ἀγών, contest, as for a prize in the games, Pi.O.8.58 (but ἄεθλα, opp. μάχαι πολέμου, Id.O.2.44).
3 struggle, μηχανή τε πολλὴ καὶ μ. ἦν περί τινος X.Cyr. 7.5.38.
II mode of fighting, way of battle, ἡ μ. σφέων ἦν ἀπ' ἵππων Hdt.1.79; ἐπίστασθαι τὴν μ. τινῶν Id.7.9.ά, cf. 7.85, X.Cyr.2.1.7.
III field of battle, interpol. in Id.An.2.2.6, 5.5.4.
IV in Logic, contradiction, inconsistency, Epict.Ench.52.1, S.E.M.7.392.
German (Pape)
[Seite 102] ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; θήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσθαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσθαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλθον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. combat, bataille;
1 en gén. μάχην μάχεσθαι IL, ATT livrer un combat ; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι HDT, μολεῖν EUR, ἐλθεῖν EUR, ἐπεξιέναι τινὶ εἰς μάχην THC, μάχην συνάπτειν τινί ESCHL, μάχην ποιεῖσθαι SOPH, τίθεσθαι IL, ἀρτύνειν IL engager un combat avec qqn, livrer un combat ; μάχην νικᾶν XÉN gagner une bataille ; μάχην νικᾶν τινα ESCHN gagner une bataille sur qqn;
2 combat singulier, duel;
3 querelle, dispute;
4 fig. lutte, effort;
II. champ de bataille.
Étymologie: R. Μαχ, frapper ; v. μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
μάχη: дор. μάχα (ᾰ) ἡ
1 бой, сражение, битва: διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι Her. (ἐλθεῖν или μολεῖν Eur.), εἰς μάχην τινὶ ἐπεξιέναι, πρός τινα ἐλθεῖν или μολεῖν Eur., μάχην τινι συνάπτειν Aesch., συμβάλλειν Eur., τίθεσθαι и ἀρτύνειν Hom., ποιεῖσθαι Soph., Xen. вступать в бой с кем-л.; μάχην μάχεσθαι Hom. вести бой, биться, сражаться; μάχῃ κρατεῖν Eur. одолеть в бою; μάχην νικᾶν Xen. выиграть сражение; μ. Αἴαντος Hom. бой (единоборство) с Эантом; μ. ἀπ᾽ ἵππων Her. конное сражение;
2 спор, ссора (ἔρις τε μάχαι τε Hom.; μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Plat.; μάχαι νομικαί NT);
3 драка (περί τινος Xen.);
4 борьба, состязание Pind.;
5 способ сражаться, боевая тактика (τὴν μάχην μοι λέξον ἑκάστων ἥτις ἐστί Xen.);
6 поле сражения, место боя (ἡ ὁδὸς ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης Xen.);
7 филос. противоречие Sext.
Greek (Liddell-Scott)
μάχη: [ᾰ], ἡ, (μάχομαι)· - ὡς καὶ νῦν, συμπλοκή, σύγκρουσις ἐν πολέμῳ, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ μάλιστα ἐν Ἰλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ συγκρούσεως μεταξὺ δύο στρατῶν, ἀλλὰ δὶς ἐπὶ μονομαχίας, Ἰλ. Η. 263, Λ. 255· ὁ Ὅμηρ. συνάπτει: μάχη καὶ φύλοπις, μ. πόλεμός τε, μ. καὶ δηιοτής, μ. ἐνοπή τε, μάχαι τ’ ἀνδροκτασίαι τε· - μετέπειτα, μάχαι ναῶν, ναυμαχίαι, Πινδ. Ν. 9. 82· μάχαις καὶ ναυμαχίαις Λυσ. 185. 39· μάχη δορὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 439, Σοφ. Ἀντ. 674, κτλ.· - μετὰ ῥημάτων, μάχην μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 414, 673, Σ. 533, οὕτω δὲ καὶ παρ’ Ἀττ., μ. τίθεσθαι Ω. 402· εἰσελθεῖν μάχας Β. 798· μάχην ἀρτύνειν, ἐγείρειν, ὀρνύμεν, ὀτρύνειν Λ. 216, Ρ. 261, κτλ.· συμφέρεσθαι μάχῃ Λ. 736· πειρᾶσθαι μάχης Πινδ. Ν. 1. 66· ἀντιάζειν τινὶ μάχην αὐτόθι 101· μάχην ποιεῖσθαι Σοφ. Ἠλ. 302, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 29· μάχην συνάπτειν ἢ συμβάλλειν τινὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 336, Εὐρ. Βάκχ. 837· ὡσαύτως, διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἤκειν, μολεῖν Ἡρόδ. 1. 169., 6. 9, Αἰσχύλ. Ἱκ. 475, κτλ.· διὰ μάχης ἐκβάλλειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 12· εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν Εὐρ. Βάκχ. 636, Φοίν. 694. μάχην ἐπεξιέναι τινὶ Θουκ. 2. 13· μάχη ἐγένετο Πλάτ. Νόμ. 869C· μάχῃ κρατεῖν, νικᾶν ἐν μάχῃ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 612, Δημ. 292. 21 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς: μάχην)· πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη Μνησίχ. ἐν «Φιλίππῳ» 1· μάχην νικᾶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 53· ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίν. 79. 36, μάχην (ἀντὶ μάχῃ) νικᾶν τινα· - μάχη τινός, μάχη πρός τινα ἐχθρόν, ὡς, μ. Αἴαντος Ἰλ. Λ. 542, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 361· μ. ὑπέρ τινος, ὑπέρ τινος πράγματος, Πινδ. Ν. 7. 61· περί τι Πλάτ. Νόμ. 919Β. 2) καθόλου ἐν τῷ πληθ., ἔριδες, ἀγῶνες, φιλονικίαι, λογομαχίαι, Ἰλ. Α. 177· μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Πλάτ. Τίμ. 88Α, κτλ. 3) = ἀγών, οἷος ὁ γινόμενος δημοσίᾳ χάριν τοῦ βραβείου, Πινδ. Ο. 8. 76· παρ’ ᾧ διακρίνεται αὕτη ἡ εἰρηνικὴ μάχη ἀπὸ τῶν πολεμικῶν: μάχαι πολέμου, Ο, 2. 99. 4) ἀγών, προσπάθεια, Λατιν. contentio, μηχανή τε πολλὴ καὶ μ. ἦν περί τινος Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38. II. τρόπος τοῦ μάχεσθαι, ἡ μ. ἦν ἀπ’ ἵππων Ἡρόδ. 1. 79· ἐπίστασθαι τὴν μ. αὐτῶν 7. 9, 1, πρβλ. 85, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7· - τοιοῦτόν τι ἐν Ἰλ. Ο. 224, μάλα γάρ τε μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι, ἔχουσιν αἰσθανθῆ τὴν ἐν τῇ μάχῃ τέχνην καὶ δύναμίν μου. ΙΙΙ. πεδίον μάχης, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 2, 6., 5. 5, 4.
Spanish
batalla, lucha, lucha organizada
English (Autenrieth)
flight, battle, combat; μάχην μάχεσθαι, τίθεσθαι, στήσασθαι, ὀρνύμεν, ἐγείρειν, ὀτρύνειν, ἀρτύνειν, συμφέρεσθαι: of single combat, Il. 7.263 and Il. 11.255; for the field of battle, Il. 5.355.
English (Strong)
from μάχομαι; a battle, i.e. (figuratively) controversy: fighting, strive, striving.
English (Thayer)
μάχης, ἡ (μάχομαι; from Homer down), the Sept. several times for רִיב, מָדון, etc.; a flight, combat;
1. of those in arms, a battle.
2. of persons at variance disputants, etc., strife, contention; a quarrel: μάχαι νομικαι, contentions about the law, Titus 3:9.
Greek Monolingual
η (ΑM μάχη, Α δωρ. τ. μάχα) ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών
νεοελλ.
1. αγώνας, πάλη
2. μτφ. α) έντονος αγώνας ή έντονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού («η αντιπολίτευση έδωσε μάχη στη βουλή για την καταψήφιση του κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
β) ρητορικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε υποστηρικτές αντίθετων απόψεων («η τηλεοπτική μάχη τὼν δύο υπουργών θα μεταδοθεί απευθείας»)
νεοελλ.-μσν.
φιλονικία, μάλωμα, ρήξη, αντιδικία
μσν.
1. αντιζηλία, διαμάχη, διχόνοια
2. εμφύλιος πόλεμος
3. εμπόλεμη κατάσταση, πόλεμος
4. βίαιη, ορμητική επίθεση
5. διαφωνία, διχογνωμία
6. φρ. «πιάνω μάχη» — γίνομαι εχθρός, εχθρεύομαι κάποιον
μσν.-αρχ.
ο τρόπος κατά τον οποίο διεξάγεται ένας πόλεμος, πολεμική τακτική
αρχ.
1. μονομαχία («τῶκε τάχ' ἀντήσειε μάχης κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. αγώνας ο οποίος γινόταν δημόσια για βραβείο («τάν δ' ἔπειτ' ἀνδρῶν μαχᾱν ἐκ παγκρατίου», Πίνδ.)
3. πεδίο μάχης
4. (λογ.) έλλειψη σύνδεσης ή αλληλουχίας, αντίφαση, ανακολουθία, νοηματική ασυνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχομαι. Για τη σχέση μεταξύ τών λ. μάχη και πόλεμος βλ. πόλεμος.
Greek Monotonic
μάχη: [ᾰ], ἡ (μάχομαι),·
I. 1. μάχη, σύγκρουση, συμπλοκή, σε Όμηρ. κ.λπ.· μάχαι ναῶν, ναυμαχίες, σε Πίνδ.· με ρημ. τύπος, μάχην μάχεσθαι, δίνω μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· μάχην ἀρτύνειν, ἐγείρειν, ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· μάχην συνάπτειν ή συμβάλλειν τινί, εμπλέκομαι σε μάχη με κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, μολεῖν, σε Ηρόδ., Αττ.· μάχην νικᾶν, νικώ μια μάχη, σε Ξεν.· μάχη τινός, μάχομαι εναντίον ενός εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. στον πληθ., φιλονικίες, συγκρούσεις, διενέξεις, στο ίδ., Πλάτ.
3. ἀγών, συναγωνισμός σε αθλητικούς αγώνες με στόχο ένα έπαθλο, σε Πίνδ.· γενικά, πάλη, σκληρή προσπάθεια σε Ξεν.
II. συγκεκριμένο είδος μάχης, τρόπος του να μάχεται κάποιος, σε Ηρόδ., Ξεν.
III. πεδίο μάχης, σε Ξεν.
Middle Liddell
μᾰ́χη, ἡ, μάχομαι
I. battle, fight, combat, Hom., etc.; μάχαι ναῶν sea fights, Pind.:—with Verbs, μάχην μάχεσθαι to fight a battle, Il., Attic; μάχην ἀρτύνειν, ἐγείρειν, ὀρνύμεν, ὀτρύνειν Il.; μάχην συνάπτειν or συμβάλλειν τινί to engage battle with one, Aesch., Eur.; also, διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, μολεῖν Hdt., Attic; μάχην νικᾶν to win a battle, Xen.:— μάχη τινός battle with an enemy, Il., etc.
2. in plural quarrels, strifes, wranglings, Il., Plat.
3. = ἀγών, a contest for a prize in the games, Pind.: generally a struggle, Xen.
II. a mode of fighting, way of battle, Hdt., Xen.
III. a field of battle, Xen.
Chinese
原文音譯:m£ch 馬黑
詞類次數:名詞(4)
原文字根:爭戰
字義溯源:戰爭,打,重擊,爭戰,爭競,爭論,鬥毆;源自(μάχομαι)*=爭戰)。參讀 (ἀντιλογία) (ἔρις)同義字
出現次數:總共(4);林後(1);提後(1);多(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 鬥毆(1) 雅4:1;
2) 爭競(1) 多3:9;
3) 爭競的(1) 提後2:23;
4) 爭戰(1) 林後7:5
English (Woodhouse)
conflict, contest, quarrel, way of fighting
Lexicon Thucydideum
pugna, fight, battle, 1.11.1, 1.11.2. 1.18.1, 1.49.4, 1.62.5, 1.63.2, 1.63.3. 1.64.2, 1.101.1, 1.105.1, 1.105.6, 1.108.1, 1.108.2. 1.3.1. 1.5.1. 1.109.4, 1.111.2. 1.113.2. 1.141.6, 2.2.1. 2.11.3, 2.11.6. 2.13.2, 2.20.1, 2.20.4.2.23.1, 2.25.3. 2.26.2. 2.30.1. 2.69.2, 2.71.2. 2.79.2, 2.79.4, 2.81.7. 2.82.1, 2.83.1. 2.84.5. 2.99.3. 3.5.2. 3.4.1. 3.54.4. 3.67.5. 3.74.1. 3.74.3, 3.91.5. 3.97.3, 3.103.3. 3.105.4. 3.107.3.3.108.3, 3.113.1. 3.115.6. 4.35.4, 4.37.1, 4.38.5, 4.39.1. 4.43.1. 4.43.2, 4.43.3. 4.44.3, 4.44.4. 4.5.1. 4.54.2. 4.55.4, 4.68.4, 4.68.6, 4.71.1, 4.71.2. 4.73.2. 4.73.4, 4.75.1. 4.91.1, 4.92.1, 4.92.4, 4.92.7. 4.93.1, 4.92.2. 4.95.2. 4.95.3. 4.96.2, 4.99.1, 100. 101. 4.95.2. 4.3.1. 5. 4.126.5, 4.130.3. 4.130.5, 4.131.2. 4.133.1. 4.134.2, 5.7.3, 5.9.3. 5.10.3, 5.11.2. 5.12.2. 5.14.1. 5.32.1, 5.51.1, 5.51.2. 5.52.1. 5.56.4, 5.59.2. 5.59.4, 5.59.5, 5.65.1. 5.65.4.5.69.1, 5.73.4, 5.74.1. 5.75.1, 5.75.4, 5.5.1. 5.76.2. 5.82.2. 6.2.3. 6.16.6. 6.49.1, 6.49.2. 6.66.1, 6.67.1. 6.69.1. 6.70.1, 6.71.2. 6.75.3. 6.75.36.79.1, 6.88.1. 6.91.2. 6.96.1. 6.97.4. 6.98.2, 6.99.2. 6.101.4. 7.2.3. 7.3.2, 7.6.1, 7.6.3. 7.11.2. 7.11.27.24.3, 7.81.4. 7.81.5, 8.23.3. 8.24.3. 8.24.38.25.5. 8.26.3. 8.38.3, 8.45.1. 8.55.1. 8.62.2. 8.100.3. 8.107.1.
locus pugnae, scene of battle, 5.10.11,
genus pugnae, kind of combat, 3.95.3, 4.34.2,
res militaris, military affairs, 2.97.5.
Translations
battle
Albanian: betejë; Arabic: مَعْرَكَة; Armenian: մարտ, ճակատամարտ, կռիվ; Asturian: batalla; Azerbaijani: döyüş, vuruşma, mübarizə, toqquşma; Basque: bataila, guda; Belarusian: бі́тва, бой, змаганне, баталія; Bengali: লড়াই, সংগ্রাম, জঙ্গ; Bulgarian: битка, сражение, бой; Burmese: တိုက်ပွဲ; Catalan: batalla; Chinese Mandarin: 戰役, 战役, 戰鬥, 战斗, 爭鬥, 争斗; Czech: bitva, boj; Danish: kamp c, slag; Dutch: slag, veldslag, gevecht, kamp; Esperanto: batalo; Estonian: lahing; Finnish: taistelu; French: lutte, bataille; Galician: batalla; Georgian: ბრძოლა, ჭიდილი; German: Schlacht, Kampf, Gefecht; Greek: μάχη; Ancient Greek: μάχη, δῆρις; Hebrew: קְרָב, מַאֲבָק; Hindi: लड़ाई, जंग, संग्राम; Hungarian: csata, ütközet; Icelandic: bardagi; Indonesian: pertempuran, pertarungan; Irish: cath; Old Irish: cath; Istriot: batalgia; Italian: battaglia; Japanese: 戦い, 戦, 争い, 戦闘; Kannada: ಕಾಳಗ; Kazakh: ұрыс, шайқас, айқас, күрес; Khmer: ចំបាំង; Korean: 전쟁(戰爭), 전투(戰鬪), 싸움, 교전(交戰); Kyrgyz: уруш, согуш, кыргын, күрөш; Lao: ສົງຄາມ; Latgalian: kuove; Latin: proelium; Latvian: kauja; Lithuanian: kova, mūšis; Luxembourgish: Schluecht; Macedonian: битка, бој; Malay: pertempuran; Maori: parekura, putakari, matawhāura; Mongolian Cyrillic: байлдаан, тулалдаан; Ngazidja Comorian: nkodo; Norman: batâle, bataille; North Frisian: slåcht; Norwegian Bokmål: slag, kamp; Occitan: batalha; Old English: ġefeoht; Old French: bataille; Oriya: ଲଢେଇ; Pashto: محاربه, جنګ, جګړه; Persian: رزم, نبرد, جنگ, محاربه, مبارزه; Plautdietsch: Kaumf, Schlacht; Polish: walka, bitwa, bój, batalia; Portuguese: batalha; Primitive Irish: ᚉᚐᚈᚈᚒ; Romanian: bătălie; Romansch: battaglia, bataglia; Russian: битва, бой, сражение, баталия; Sanskrit: संग्राम, रण, युद्ध; Sardinian: batalla, batadha, batàglia, bataza; Serbo-Croatian Cyrillic: би̏тка, бо̀рба, бо̑ј; Roman: bȉtka, bòrba, bȏj; Sicilian: battagghia; Slovak: bitva, bitka, boj; Slovene: boj, bitka; Southern Altai: јуу-согуш; Spanish: batalla, lucha; Sudovian: kavja; Swahili: vita; Swedish: slag, strid c, kamp; Tabasaran: дяви; Tagalog: labanan; Tajik: мубориза, муҳориба, разм, набард, ҷанг; Tatar: сугыш, көрәш; Telugu: యుద్ధము; Thai: สงคราม; Tibetan: རྒྱ་འདྲེ; Tocharian B: weta; Turkish: harp, savaş, muharebe, vuruşma; Turkmen: söweş, jeň, göreş; Ukrainian: битва, бій, бойовище, бойовисько, баталія; Urdu: جَن٘گ, مُبارَزَہ, لَڑائی, ہارِب, رَزْم; Uyghur: جەڭ, مۇھارىبە, كۈرەش; Uzbek: jang, urush, muhoraba, muboraza, kurash; Vietnamese: trận đánh; Volapük: lekomip; Walloon: batreye, bate, bataye; Welsh: cad, brwydr, brwydrau; Yiddish: שלאַכט, קאַמף; Zulu: impi