ακρατοπότης

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀκρατοπότης, ο (Α)
αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκρατος + πότης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι].
(II)
ο (Μ ἀκρατοπότης)
αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρατής + πότης.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρατοποτῶ ΙΙ νεοελλ. ακρατοποσία ΙΙ].