ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἀκαμαντορόας, ο (Α)εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + ῥέω].