ακροβόλος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
ἀκροβόλος, -ον (Α)
ο ακροβολιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκροβολῶ].